- ὁμοουσίου
- ὁμοούσιοςconsubstantialmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Constitutional references to God — Several national constitutions make reference to God, most often in the preamble. Such invocationes or nominationes dei are found notably in several European constitutional traditions (reflecting the strong position of established churches in… … Wikipedia
ημιαρειανοί — ἡμιαρειανοί και ήμιάρειοι, οί (Α) οι κατά το ήμισυ αρειανοί, οι δεχόμενοι σχεδόν την αίρεση τού Αρείου, οι οπαδοί θρησκευτικής αίρεσης που δεχόταν το ομοιούσιο τού Υιού, αντί τού ορθοδόξου ομοουσίου, αλλιώς ευσεβιανοί … Dictionary of Greek
ομοουσιότητα — η (ΑΜ ὁμοουσιότης) [ομοούσιος] η ιδιότητα τού ομοουσίου, η ταυτότητα τής ουσίας, το να είναι κάποιος ή κάτι τής ίδιας ουσίας, το ομοούσιο … Dictionary of Greek
συνάναρχος — ον, ΝΜΑ [ἄναρχος] θεολ. 1. ο επίσης άναρχος, αυτός που δεν έχει αρχή, όπως και κάποιος άλλος («πῶς γέννημα δυνατὸν εἶναι συνάναρχον τῷ γεννήτορι», Γρηγ. Νύσσ.) 2. προσωνυμία τού ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού και τοῡ Αγίου Πνεύματος. επίρρ...… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η … Dictionary of Greek
ЕВСТАФИЙ — [греч. Εὐστάθιος], свт. (пам. 21 февр., пам. греч. 23 авг.), еп. Антиохийский (до 337?), отец Церкви. Жизнь Согласно блж. Иерониму Стридонскому, Е. род. в г. СидаПамфилийская (на юге М. Азии) (Hieron. De vir. illustr. 85). О его жизни до… … Православная энциклопедия